- εμπορευόμενος
- ο торговец; коммерсант; купец (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐμπορευόμενος — ἐμπορεύομαι travel pres part mp masc nom sg ἐμπορεύομαι travel pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπορεύομαι — (AM ἐμπορεύομαι) 1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.) 2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ ἡμῶν… … Dictionary of Greek
εμποράκος — ο υποκορ. τού έμπορος, ο εμπορευόμενος λίγο εμπόρευμα, ο μικρέμπορος … Dictionary of Greek
καπηλεύω — (Α καπηλεύω) [κάπηλος] νεοελλ. (το μέσ.) καπηλεύομαι α) κάνω εμπόριο β) εκμεταλλεύομαι μια ιδέα ή ένα ιδεώδες για ιδιοτελή σκοπό («καπηλεύεται τα θεία») αρχ. 1. κάνω εμπόριο 2. πουλάω κάτι 3. επιζητώ να επωφεληθώ από κάτι («ὡς οἱ πολλοὶ… … Dictionary of Greek
συνωνητής — ὁ, Α [συνωνοῦμαι] αυτός που αγοράζει όλα τα προϊόντα που πουλά κάποιος ή ο εμπορευόμενος … Dictionary of Greek
χριστοκάπηλος — ον, Α εκκλ. αυτός που επιζητεί το κέρδος εμπορευόμενος το όνομα και τη διδασκαλία τού Ιησού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κάπηλος «έμπορος»] … Dictionary of Greek
Βατάτζης, Βασίλειος — (Θεραπεία Κωνσταντινούπολης 1693 – ;). Λόγιος. Γνώριζε καλά την αραβική και την τουρκική. Ως εμπορευόμενος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και σχετίστηκε φιλικά με τον σάχη της Μπουχάρας Ναντίρ, που τον διόρισε πρεσβευτή της χώρας του στην Πετρούπολη.… … Dictionary of Greek
Παπαδιαμαντόπουλος, Ιωάννης — I (Αθήνα 1856 – Σεν Μαντέ 1910). Ελληνογάλλος ποιητής. Νέος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1880), με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Jean Moréas. Πριν εγκαταλείψει την Αθήνα, δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Τρυγόνες και έχιδναι (1878), η οποία, κατά την… … Dictionary of Greek
Ροΐδης, Εμμανουήλ — (Σύρος 1836 – Αθήνα 1904). Έλληνας συγγραφέας, ένα από τα λαμπρότερα αναγεννητικά και κριτικά πνεύματα των ελληνικών γραμμάτων. Σε παιδική ηλικία έζησε για ένα διάστημα στη Γένουα, όπου ο πατέρας του διηύθυνε μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Μετά τις… … Dictionary of Greek
ՇԱՀԱԲԵՐ — (ի, ից.) NBH 2 0458 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ἑμπορευόμενος mercaturam exercens եւ κερδαλέως, εὕπορος lucrosus, quaestuosus, utilis. Բերօղ զշահ, զվաճառաշահութիւն. շահեկան. օգտակար. *Եղեւ իբրեւ զնաւ շահաբեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
εμπορεύομαι — εμπορεύτηκα 1. αμτβ., ασκώ το επάγγελμα του εμπόρου, είμαι έμπορος: Ο θείος μου εμπορεύεται στην Αθήνα. 2. μτβ., αγοράζω και πουλώ για να κερδίσω από την πώληση: Εμπορεύεται υφάσματα. 3. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό, με κακοήθη τρόπο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)